- υγροσκοπικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο υγροσκόπιο ή στην υγροσκοπία («υγροσκοπικές παρατηρήσεις»)2. αυτός που έχει την ιδιότητα να απορροφά εύκολα την υγρασία ή το νερό από το περιβάλλον του3. φρ. α) «υγροσκοπικά σώματα»χημ. χημικές ενώσεις που έχουν την ιδιότητα να απορροφούν νερό από την ατμόσφαιρα, όπως είναι λ.χ. το χλωριούχο ασβέστιοβ) «υγροσκοπικός πυρήνας συμπυκνώσεως»(μετεωρ.) μικροσκοπικό σωματίδιο μέσα στην ατμόσφαιρα το οποίο έχει την ικανότητα να επιταχύνει τη συμπύκνωση τών υδρατμών.επίρρ...υγροσκοπικώς και υγροσκοπικάΝμε υγροσκοπικό τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hygroscopic < hygroscope (βλ. υγροσκόπιο). Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον θ. Ορφανίδη].
Dictionary of Greek. 2013.